ἐτύμου

ἐτύμου
ἔτυμος
true
masc/neut gen sg
ἔτυμος
true
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ετυμολογικός — ή, ό (ΑΜ ἐτυμολογικός, ή, όν) [ετυμολόγος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ετυμολογία («ετυμολογική μελέτη») 2. το θηλ. ως ουσ. η ετυμολογική η επιστήμη που ασχολείται με την ετυμολογία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ετυμολογικό το μέρος τής… …   Dictionary of Greek

  • παρετυμολογία — η η εσφαλμένη ετυμολογία μιας λέξης, δηλ. η εσφαλμένη ερμηνεία τού ετύμου, τής αληθινής και αρχικής σημασίας και μορφής μιας λέξης και κατά συνέπεια η εσφαλμένη απόδοσή της. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρετυμολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”